- φυματιώ
- -άω, Νείμαι φυματικός, πάσχω από φυματίωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < φύμα, φύματος + κατάλ. -ιώ (< αρχ. κατάλ. -ιῶ / -ιάω τών ρ. που δηλώνουν ασθένεια), πρβλ. ωχρ-ιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον θ. Αφεντούλη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυματίαση — η, Ν [φυματιώ, άω] η φυματίωση … Dictionary of Greek
φυματίωση — Λοιμώδης νόσος, που προσβάλλει τον άνθρωπο και μερικά ζώα και προκαλείται από το μυκοβακτηρίδιο της φ., τον βάκιλλο (Mycobacterium tuberculosis) που ανακάλυψε ο Κοχ. Η φ. του ανθρώπου μπορεί να εκδηλωθεί με διάφορες κλινικές εικόνες και εξαρτάται … Dictionary of Greek